σύνθωκος

σύνθωκος
και σύνθακος, -ον, ΜΑ
1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος*
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος
το κάθισμα, η έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύνθωκος — public seat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθωκος — σύνθωκος , σύνθωκος public seat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθωκον — σύνθωκος public seat masc/fem acc sg σύνθωκος public seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθώκου — σύνθωκος public seat masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθώκους — σύνθωκος public seat masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθώκῳ — σύνθωκος public seat masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθωκε — σύνθωκος public seat masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθωκοι — σύνθωκος public seat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • συνθωκώ — και συνθακῶ, έω, Α [σύνθωκος / σύνθακος] παρακάθημαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”